- προαποπειρῶνται
- προαποπειρῶνται , πρό , ἀπό-πειράζωmake prooffut ind mid 3rd plπροαποπειρῶνται , πρό-ἀποπειράομαιmake trialpres subj mp 3rd pl (attic epic ionic)προαποπειρῶνται , πρό-ἀποπειράομαιmake trialpres ind mp 3rd plπροαποπειρῶνται , πρό-ἀποπειράομαιmake trialpres subj mp 3rd pl (attic epic doric ionic)προαποπειρῶνται , πρό-ἀποπειράομαιmake trialpres subj mp 3rd pl (attic epic ionic)προαποπειρῶνται , πρό-ἀποπειράομαιmake trialpres ind mp 3rd plπροαποπειρῶνται , πρό-ἀποπειράομαιmake trialpres subj mp 3rd pl (attic epic doric ionic)προαποπειρῶνται , πρό-ἀποπειράζωmake trial offut ind mid 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.